- κηδεμών
- -όνος ὁ N 3 0-0-0-0-1=1 2 Mc 4,2one who cares for, guardian of [τινος]
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
κηδεμών — κηδεμών, όνος, ὁ (Α) βλ. κηδεμόνας … Dictionary of Greek
κηδεμών — one that has charge of masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμόνα — κηδεμών one that has charge of masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμόνας — κηδεμών one that has charge of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμόνες — κηδεμών one that has charge of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμόνι — κηδεμών one that has charge of masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμόνος — κηδεμών one that has charge of masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμόνων — κηδεμών one that has charge of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμόσι — κηδεμών one that has charge of masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμόσιν — κηδεμών one that has charge of masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμόνας — ο, η (Α κηδεμών, όνος, ό) αυτός που επιβλέπει και φροντίζει άτομο ανήλικο ή υπεξούσιο (α. «να έρθεις στο σχολείο αύριο με τον κηδεμόνα σου» β. «τοῡδε γὰρ σὺ κηδεμών», Σοφ.) αρχ. (γενικά) 1. αυτός που έχει τη φροντίδα προσώπου ή πράγματος, ο… … Dictionary of Greek